- μυριστικά
- μυριστικόςfragrantneut nom/voc/acc plμυριστικά̱ , μυριστικόςfragrantfem nom/voc/acc dualμυριστικά̱ , μυριστικόςfragrantfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριστικός — ή, ό 1. ευωδιαστός, μυρωδάτος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., μυριστικά τα μπαχαρικά, τα καρυκεύματα: Τα πολλά μυριστικά στο φαγητό το κάνουν νοστιμότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… … Dictionary of Greek